γυρεύγω

γυρεύγω
βλ. γυρεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γυρεύω — και γυρεύγω (AM γυρεύω) [γυρός] διαγράφω κύκλο τρέχοντας μσν. νεοελλ. τριγυρίζω ψάχνοντας νεοελλ. 1. επιζητώ, αναζητώ 2. επιδιώκω κάτι 3. εξετάζω, ερευνώ 4. φροντίζω, ενδιαφέρομαι 5. φρ. α) «γυρεύω φυρί, φυρί» αναζητώ επίμονα β) «γυρεύω ψύλλους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”